Δείτε επίσης: Γέροντας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γέροντας οι γέροντες
& γερόντοι
      γενική του γέροντα των γερόντων
    αιτιατική τον γέροντα τους γέροντες
& γερόντους
     κλητική γέροντα γέροντες
& γερόντοι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
γέροντας < αιτιατική ενικού γέροντα του αρχαία ελληνική γέρων. Δείτε και γέρος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γέροντας αρσενικό (θηλυκό γερόντισσα)

  1. γέρος, ηλικιωμένος
      ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση,
    οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση (@books.google, έκδοση 1860, A, 79-80 (15901610) Βιτσέντζος Κορνάρος)
  2. μοναχός
  3. δημογέροντας, προεστός
  4. μέλος συμβουλευτικού σώματος
  5. (ως επίθετο)  δείτε  συγκριτικός βαθμός: γεροντότερος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία