γεροντίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγεροντίστικος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζει ένα γέροντα (αλλά πιθανόν λέγεται και για κάποιον νεότερο)
- γεροντίστικο ντύσιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεροντίστικος
|