γεροντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεροντισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gérontisme < αρχαία ελληνική γέρων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεροντισμός αρσενικό
- (ιατρική) η πρόωρη εμφάνιση χαρακτηριστικών γέρου σε άτομα νεαρής ηλικίας
- (κατ’ επέκταση) παραξενιές και ιδιοτροπίες στη συμπεριφορά ενός γέρου
- η αρνητική διάκριση και προκατάληψη ενάντια στην μεγάλη ηλικία ageism