Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεροντισμός οι γεροντισμοί
      γενική του γεροντισμού των γεροντισμών
    αιτιατική τον γεροντισμό τους γεροντισμούς
     κλητική γεροντισμέ γεροντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεροντισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gérontisme < αρχαία ελληνική γέρων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεροντισμός αρσενικό

  1. (ιατρική) η πρόωρη εμφάνιση χαρακτηριστικών γέρου σε άτομα νεαρής ηλικίας
  2. (κατ’ επέκταση) παραξενιές και ιδιοτροπίες στη συμπεριφορά ενός γέρου
  3. η αρνητική διάκριση και προκατάληψη ενάντια στην μεγάλη ηλικία ageism


Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία