Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γερόντιον ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γερόντιον τὰ γερόντι
      γενική τοῦ γεροντίου τῶν γεροντίων
      δοτική τῷ γεροντί τοῖς γεροντίοις
    αιτιατική τὸ γερόντιον τὰ γερόντι
     κλητική ! γερόντιον γερόντι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεροντίω
γεν-δοτ τοῖν  γεροντίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γερόντιον < (γέρων) γεροντ-   + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γερόντιον ουδέτερο

  1. αδύναμος ηλικιωμένος άνδρας
  2. (ελληνιστική σημασία) η γερουσία των Καρχηδονίων (στον Πολύβιο)
     συνώνυμα: γεροντικόν

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία