Δείτε επίσης: καρχηδόνιος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρχηδόνιος οι Καρχηδόνιοι
      γενική του Καρχηδονίου
& Καρχηδόνιου
των Καρχηδονίων
    αιτιατική τον Καρχηδόνιο τους Καρχηδονίους
& Καρχηδόνιους
     κλητική Καρχηδόνιε Καρχηδόνιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.çiˈðo.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρχηδόνιος

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καρχηδόνιος αρσενικό (θηλυκό Καρχηδόνια)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καρχηδόνιος οἱ Καρχηδόνιοι
      γενική τοῦ Καρχηδονίου τῶν Καρχηδονίων
      δοτική τῷ Καρχηδονί τοῖς Καρχηδονίοις
    αιτιατική τὸν Καρχηδόνιον τοὺς Καρχηδονίους
     κλητική ! Καρχηδόνιε Καρχηδόνιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καρχηδονίω
γεν-δοτ τοῖν  Καρχηδονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Καρχηδόνιος < Καρχηδών, Καρχηδόν- + -ιος

Καρχηδόνιος, -α, -ον

  1. (εθνικό όνομα) αυτός που καταγόταν από την Καρχηδόνα ή κατοικούσε εκεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη Καρχηδόνιοι