Καρχηδόνιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Καρχηδόνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Καρχηδόνιος. Συγχρονικά αναλύεται σε Καρχηδών/Καρχηδόν(α) + -ιος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Καρχηδόνιος αρσενικό (θηλυκό Καρχηδόνια)
- (πατριδωνυμικό, ιστορία) αυτός που καταγόταν από την Καρχηδόνα ή κατοικούσε εκεί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Καρχηδόνιος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
Καρχηδόνιος, -α, -ον
- (εθνικό όνομα) αυτός που καταγόταν από την Καρχηδόνα ή κατοικούσε εκεί
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη Καρχηδόνιοι
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Καρχηδόνιος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.