↓ πτώσεις       ενικός      
Καρχηδων-, Καρχηδον-
ονομαστική Καρχηδών
      γενική τῆς Καρχηδόνος
      δοτική τῇ Καρχηδόν
    αιτιατική τὴν Καρχηδόν
     κλητική ! Καρχηδών
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καρχηδών < (άμεσο δάνειο) φοινικική *קרת חדשת (Kart-Hadašt ή Qarṭ-Adast, νέα πόλη) [1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καρχηδών, -όνος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καρχηδόνα