↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καρχηδόνα
      γενική της Καρχηδόνας
    αιτιατική την Καρχηδόνα
     κλητική Καρχηδόνα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καρχηδόνα < αρχαία ελληνική Καρχηδών < φοινικική *קרת חדשת (Kart-Hadašt ή Qarṭ-Adast νέα πόλη)[1]
 
Η θέση της Καρχηδόνας στη Μεσόγειο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.çiˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐χη‐δό‐να

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καρχηδόνα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)