Ετυμολογία

επεξεργασία
Καρχηδόνιοι, ήδη στον Ηρόδοτο < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Καρχηδόνιος στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Καρχηδόνιοι, -α, -ον

  • (εθνωνύμιο) ο λαός της Καρχηδόνας
    ※  4ος/3ος αιώνας πΚΕ Ξενοφών, Ἑλληνικά Α.10.37
    Καρχηδόνιοι Ἀννίβα ἡγουμένου στρατεύσαντες ἐπὶ Σικελίαν δέκα μυριάσι στρατιᾶς αἱροῦσιν ἐν τρισὶ μησὶ δύο πόλεις Ἑλληνίδας Σελινοῦντα καὶ Ἱμέραν.
    ※  2ος αιώνας πΚΕ Πολύβιος, Ἱστορίαι . γ
    ἂν ἔκ τινος χώρας, ἧς Καρχηδόνιοι ἐπάρχουσιν, ὕδωρ ἢ ἐφόδια λάβῃ ὁ Ῥωμαῖος, μετὰ τούτων τῶν ἐφοδίων μὴ ἀδικείτω μηδένα πρὸς οὓς εἰρήνη καὶ φιλία ἐστὶ Καρχηδονίοις. ὡσαύτως δὲ μηδ' ὁ Καρχηδόνιος ποιείτω
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

επεξεργασία