Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὠμοβοέη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὠμοβοέη
<
ὠμοβόειος
ή ὠμοβόϊνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὠμοβοέη
θηλυκό
η
δορά
του
βοός
, ακατέργαστο δέρμα από βόδι