Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμοβοέη < ὠμοβόειος ή ὠμοβόϊνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠμοβοέη θηλυκό