→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὠμοδακής τὸ ὠμοδακές
      γενική τοῦ/τῆς ὠμοδακοῦς τοῦ ὠμοδακοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ὠμοδακεῖ τῷ ὠμοδακεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠμοδακ τὸ ὠμοδακές
     κλητική ! ὠμοδακές ὠμοδακές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠμοδακεῖς τὰ ὠμοδακ
      γενική τῶν ὠμοδακῶν τῶν ὠμοδακῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠμοδακέσ(ν) τοῖς ὠμοδακέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠμοδακεῖς τὰ ὠμοδακ
     κλητική ! ὠμοδακεῖς ὠμοδακ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠμοδακεῖ τὼ ὠμοδακεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ὠμοδακοῖν τοῖν ὠμοδακοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμοδακής < ὠμός και δάκνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠμοδακής,ής,ές

  1. ο εξαγριωμένος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 692 (692-693)
    ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ- | νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν
    Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει, φονικό | να κάμεις, που πικρό θενά ᾽χει το καρπό,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  2. εκείνος που δαγκώνει άγρια