Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμοκρατής τὸ ὠμοκρατές οἱ, αἱ ὠμοκρατεῖς τὰ ὠμοκρατ
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοκρατοῦς τοῦ ὠμοκρατοῦς τῶν ὠμοκρατῶν τῶν ὠμοκρατῶν
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοκρατεῖ τῷ ὠμοκρατεῖ τοῖς, ταῖς ὠμοκρατέσι(ν) τοῖς ὠμοκρατέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμοκρατ τὸ ὠμοκρατές τοὺς, τὰς ὠμοκρατεῖς τὰ ὠμοκρατ
Κλητική ὠμοκρατές ὠμοκρατές ὠμοκρατεῖς ὠμοκρατ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοκρατεῖ
Γενική-Δοτική ὠμοκρατοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμοκρατής < ὠμός και κράτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠμοκρατής,ής, ές

  1. αυτός που έχει ωμή δύναμη
  2. ο ασυγκράτητος
  3. ο ατίθασος
  4. ίσως και ο πολύ γεροδεμένος, με φαρδιές πλάτες