Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμόθυμος τὸ ὠμόθυμον οἱ, αἱ ὠμόθυμοι τὰ ὠμόθυμα
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοθύμου τοῦ ὠμοθύμου τῶν ὠμοθύμων τῶν ὠμοθύμων
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοθύμῳ τῷ ὠμοθύμῳ τοῖς, ταῖς ὠμοθύμοις τοῖς ὠμοθύμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμόθυμον τὸ ὠμόθυμον τοὺς, τὰς ὠμοθύμους τὰ ὠμόθυμα
Κλητική ὠμόθυμε ὠμόθυμον ὠμόθυμοι ὠμόθυμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοθύμω
Γενική-Δοτική ὠμοθύμοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμόθυμος < ὠμός και θυμός

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠμόθυμος,ος,ον

  • εκείνος που έχει άγρια ψυχή