ὠμόθυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμόθυμος | τὸ ὠμόθυμον | οἱ, αἱ ὠμόθυμοι | τὰ ὠμόθυμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοθύμου | τοῦ ὠμοθύμου | τῶν ὠμοθύμων | τῶν ὠμοθύμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοθύμῳ | τῷ ὠμοθύμῳ | τοῖς, ταῖς ὠμοθύμοις | τοῖς ὠμοθύμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμόθυμον | τὸ ὠμόθυμον | τοὺς, τὰς ὠμοθύμους | τὰ ὠμόθυμα |
Κλητική | ὠμόθυμε | ὠμόθυμον | ὠμόθυμοι | ὠμόθυμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοθύμω | |||
Γενική-Δοτική | ὠμοθύμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠμόθυμος,ος,ον
- εκείνος που έχει άγρια ψυχή