Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὠμοβρώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὠμοβρώς
<
ὠμός
+
βιβρώσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὠμοβρώς
αρσενικό ή θηλυκό
(γενική: ὠμοβρῶτος)
που τρώει ωμό
κρέας
Συνώνυμα
επεξεργασία
ὠμοφάγος
,ος, ον
ὠμηστής
ὠμόσιτος
,ος,ον
Συγγενικά
επεξεργασία
ὠμοβόειος
,α,ον
ὠμοβοέη
ὠμογέρων
ὠμοδακής
,ής,ές
ὠμόδροπος
,ος,ον
ὠμοθετέω
ὠμόθυμος
,ος,ον
ὠμοκρατής
,ής,ές
ὠμοτόκος
,ος,ον
ὠμόφρων
ο και η
ὠμοφρόνως