κτηνωδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτηνωδία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κτηνωδία (ζωομορφία) < κτηνώδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kti.noˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτη‐νω‐δί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτηνωδία θηλυκό
- κτηνώδης ενέργεια, απάνθρωπη πράξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κτηνωδία
Πηγές
επεξεργασία- κτηνωδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κτηνωδία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.