↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτηνώδης η κτηνώδης το κτηνώδες
      γενική του κτηνώδους της κτηνώδους του κτηνώδους
    αιτιατική τον κτηνώδη την κτηνώδη το κτηνώδες
     κλητική κτηνώδη(ς) κτηνώδης κτηνώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτηνώδεις οι κτηνώδεις τα κτηνώδη
      γενική των κτηνωδών των κτηνωδών των κτηνωδών
    αιτιατική τους κτηνώδεις τις κτηνώδεις τα κτηνώδη
     κλητική κτηνώδεις κτηνώδεις κτηνώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κτηνώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κτηνώδης. Συγχρονικά αναλύεται σε κτήν(ος) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ktiˈno.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτη‐νώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

κτηνώδης, -ης, -ες

  1. εξαιρετικά βίαιος και αποκρουστικός
    κτηνώδης ενέργεια
  2. τεράστιος ως προς τη δύναμη
    κτηνώδης δύναμη

Συνώνυμα

επεξεργασία

και

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία