Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

savagery (en)

  1. αγριότητα, η κατάσταση του να είναι κανείς άγριος
    the noble savagery
  2. αγριότητα, άγρια συμπεριφορά ή πράξη