Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσεκουράτος η τσεκουράτη το τσεκουράτο
      γενική του τσεκουράτου της τσεκουράτης του τσεκουράτου
    αιτιατική τον τσεκουράτο την τσεκουράτη το τσεκουράτο
     κλητική τσεκουράτε τσεκουράτη τσεκουράτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσεκουράτοι οι τσεκουράτες τα τσεκουράτα
      γενική των τσεκουράτων των τσεκουράτων των τσεκουράτων
    αιτιατική τους τσεκουράτους τις τσεκουράτες τα τσεκουράτα
     κλητική τσεκουράτοι τσεκουράτες τσεκουράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσεκουράτος < τσεκούρι + -άτος

  Επίθετο επεξεργασία

τσεκουράτος -η, -ο

  1. κοφτερός σαν τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) ο δηκτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία