Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πελέκι τα πελέκια
      γενική του πελεκιού των πελεκιών
    αιτιατική το πελέκι τα πελέκια
     κλητική πελέκι πελέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελέκι < μεσαιωνική ελληνική πελέκι < ελληνιστική πελέκιον < υποκοριστικό του αρχαία ελληνική πέλεκυς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελέκι ουδέτερο

  • εργαλείο ή και όπλο από πλατιά, κοφτερή, μεταλλική ή πέτρινη λεπίδα, προσαρμοσμένη σε ξύλινη ράβδο (λαβή)
Έκοβε με το πελέκι ξύλα για αμέτρητες ώρες.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία