πελεκητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελεκητής < (ελληνιστική κοινή) πελεκητής < αρχαία ελληνική πελεκάω / πελεκῶ < πέλεκυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peleku-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελεκητής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πελεκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπελεκητής