πελεκητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πελεκητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πελεκητός < (πελεκάω) πελεκη- + -τός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.le.ciˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐κη‐τός
Επίθετο
επεξεργασία
πελεκητός, -ή, -ό
- πελεκημένος, που τον έχουν πελεκήσει με πελέκι ή άλλο εργαλείο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πελεκητός
|
Πηγές
επεξεργασία
- πελεκητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πελεκητός < (πελεκ(άω), πελεκ(ῶ)) πελεκη- + -τός
Επίθετο
επεξεργασία
πελεκητός, -ή, -όν
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πελεκητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.