↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελεκητός η πελεκητή το πελεκητό
      γενική του πελεκητού της πελεκητής του πελεκητού
    αιτιατική τον πελεκητό την πελεκητή το πελεκητό
     κλητική πελεκητέ πελεκητή πελεκητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελεκητοί οι πελεκητές τα πελεκητά
      γενική των πελεκητών των πελεκητών των πελεκητών
    αιτιατική τους πελεκητούς τις πελεκητές τα πελεκητά
     κλητική πελεκητοί πελεκητές πελεκητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελεκητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πελεκητός < (πελεκάω) πελεκη- + -τός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.le.ciˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λε‐κη‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

πελεκητός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πέλεκυς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πελεκητός πελεκητή τὸ πελεκητόν
      γενική τοῦ πελεκητοῦ τῆς πελεκητῆς τοῦ πελεκητοῦ
      δοτική τῷ πελεκητ τῇ πελεκητ τῷ πελεκητ
    αιτιατική τὸν πελεκητόν τὴν πελεκητήν τὸ πελεκητόν
     κλητική ! πελεκητέ πελεκητή πελεκητόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πελεκητοί αἱ πελεκηταί τὰ πελεκητᾰ́
      γενική τῶν πελεκητῶν τῶν πελεκητῶν τῶν πελεκητῶν
      δοτική τοῖς πελεκητοῖς ταῖς πελεκηταῖς τοῖς πελεκητοῖς
    αιτιατική τοὺς πελεκητούς τὰς πελεκητᾱ́ς τὰ πελεκητᾰ́
     κλητική ! πελεκητοί πελεκηταί πελεκητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πελεκητώ τὼ πελεκητᾱ́ τὼ πελεκητώ
      γεν-δοτ τοῖν πελεκητοῖν τοῖν πελεκηταῖν τοῖν πελεκητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελεκητός < (πελεκ(άω), πελεκ(ῶ)) πελεκη- + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

πελεκητός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πέλεκυς