πέλεκυς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πέλεκυς | οι | πελέκεις |
γενική | του | πέλεκυ* & πελέκεως |
των | πελέκεων |
αιτιατική | τον | πέλεκυ | τους | πελέκεις |
κλητική | πέλεκυ | πελέκεις | ||
* νεότερος τύπος | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέλεκυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέλεκυς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.le.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐λε‐κυς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέλεκυς αρσενικό
- (λόγιο, εργαλείο) δίκοπο τσεκούρι, προσαρμοσμένο σε ξύλινη λαβή, με διάφορες χρήσεις, σαν όπλο ή εργαλείο
- ⮡ Ο διπλός πέλεκυς είναι χαρακτηριστικό σύμβολο του μινωικού πολιτισμού.
- (μεταφορικά) τιμωρία βαριά
- ⮡ βαρύς ο πέλεκυς της τιμωρίας τους
Εκφράσεις
επεξεργασία- θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς: θα υπάρξει παραδειγματική τιμωρία
Συνώνυμα
επεξεργασία- πελέκι (στη δημοτική)
επίσης δείτε
- πέλεκας (μεγεθυντικό)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πελεκ-
πελεκ-
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέλεκυς
|
Αναφορές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πελεκῠ- πελεκε- | |||||
ονομαστική | ὁ | πέλεκῠς | οἱ | πελέκεις | |
γενική | τοῦ | πελέκεως | τῶν | πελέκεων | |
δοτική | τῷ | πελέκει | τοῖς | πελέκεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πέλεκῠν | τοὺς | πελέκεις | |
κλητική ὦ! | πέλεκῠ | πελέκεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελέκει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πελεκέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πέλεκυς' όπως «πέλεκυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέλεκυς < αβέβαιης ετυμολογίας. Πολλές θεωρίες για την προέλευση, ίσως ανατολικής. Δεν σχετίζεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peleku- [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέλεκυς αρσενικό
- (εργαλείο) τσεκούρι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
- πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
- Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι, | έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα, | και πάτησε το χώμα γύρω τους. Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, | με πόση τάξη τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
Συνώνυμα
επεξεργασίαεπίσης δείτε
- πελέκιον (υποκοριστικό)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πελεκ-
πελεκ-
- ἀμφιπέλεκκον
- ἀναπελεκάω
- ἀπελέκητος
- ἀποπελεκάω
- ἀποπελέκημα
- ἑξαπέλεκυς
- ἐκπελεκάω
- εὐπελέκητος
- ἡμιπέλεκκον
- καταπελεκάω
- παραπελεκάομαι
- πελεκάν
- πελεκανός
- πελεκᾶς
- πελεκάω, πελεκῶ
- πελεκηφόρος
- πελέκημα
- πελέκησις
- πελεκητής
- πελεκητός
- πελεκητρίς
- πελεκήτωρ
- πελεκινοειδής
- πελεκῖνος
- πελέκιον
- πελεκισμός
- πελεκίζω
- πελέκκησε (τύπος αορίστου)
- πέλεκκον
- πέλεκκος
- πελεκοφόρος
- πέλεκρα
- πελεκυφόρας
- πελεκυφόρος
- πελεκυνάριον
- πελεκύστερον
- σφυροπέλεκυς
- σπέλεκτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πέλεκυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέλεκυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.