πελεκισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πελεκισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πελεκισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πελεκισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πελεκισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- πελεκισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.