Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πελεκυφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
πελεκυφόρ
ος
τὸ
πελεκυφόρ
ον
γενική
τοῦ
/
τῆς
πελεκυφόρ
ου
τοῦ
πελεκυφόρ
ου
δοτική
τῷ
/
τῇ
πελεκυφόρ
ῳ
τῷ
πελεκυφόρ
ῳ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
πελεκυφόρ
ον
τὸ
πελεκυφόρ
ον
κλητική
ὦ
!
πελεκυφόρ
ε
πελεκυφόρ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
πελεκυφόρ
οι
τὰ
πελεκυφόρ
ᾰ
γενική
τῶν
πελεκυφόρ
ων
τῶν
πελεκυφόρ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
πελεκυφόρ
οις
τοῖς
πελεκυφόρ
οις
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
πελεκυφόρ
ους
τὰ
πελεκυφόρ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
πελεκυφόρ
οι
πελεκυφόρ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
πελεκυφόρ
ω
τὼ
πελεκυφόρ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
πελεκυφόρ
οιν
τοῖν
πελεκυφόρ
οιν
2η κλίση
,
Κατηγορία 'δύσκολος'
όπως «
τοξοβόλος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πελεκυφόρος
<
πέλεκυ(ς)
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
πελεκυφόρος, -ος, -ον
που φέρει
πέλεκυ
(
τσεκούρι
)