Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πελεκυφόρος τὸ πελεκυφόρον
      γενική τοῦ/τῆς πελεκυφόρου τοῦ πελεκυφόρου
      δοτική τῷ/τῇ πελεκυφόρ τῷ πελεκυφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πελεκυφόρον τὸ πελεκυφόρον
     κλητική ! πελεκυφόρε πελεκυφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πελεκυφόροι τὰ πελεκυφόρ
      γενική τῶν πελεκυφόρων τῶν πελεκυφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πελεκυφόροις τοῖς πελεκυφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πελεκυφόρους τὰ πελεκυφόρ
     κλητική ! πελεκυφόροι πελεκυφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πελεκυφόρω τὼ πελεκυφόρω
      γεν-δοτ τοῖν πελεκυφόροιν τοῖν πελεκυφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελεκυφόρος < πέλεκυ(ς) + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

πελεκυφόρος, -ος, -ον