τσεκουράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσεκουράκι | τα | τσεκουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσεκουράκι | τα | τσεκουράκια |
κλητική | τσεκουράκι | τσεκουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσεκουράκι < τσεκούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσεκουράκι ουδέτερο
- (εργαλείο) υποκοριστικό του τσεκούρι, μικρό τσεκούρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσεκουράκι
|