Ετυμολογία

επεξεργασία
hachette < hache

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔa.ʃɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hachette hachettes

hachette (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία