hachette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hachette < hache
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hachette | hachettes |
hachette (fr) θηλυκό
- μικρό τσεκούρι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- hachage
- haché - hachée
- hachement
- hacher
- hachereau
- hachis
- hachoir
- hachure
- hachurer
- → δείτε τη λέξη hacher