Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός insecure
συγκριτικός more insecure
υπερθετικός most insecure

  Ετυμολογία επεξεργασία

insecure < in- + secure

  Επίθετο επεξεργασία

insecure (en)

  1. ανασφαλής
    I feel insecure far away from home.
    Αισθάνομαι ανασφαλής μακριά από το σπίτι.
  2. που δεν είναι σταθερό, σίγουρο
    The ladder looks insecure.
    Δεν φαίνεται σίγουρη η σκάλα.

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία