ανασφαλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανασφαλής | η | ανασφαλής | το | ανασφαλές |
γενική | του | ανασφαλούς* | της | ανασφαλούς | του | ανασφαλούς |
αιτιατική | τον | ανασφαλή | την | ανασφαλή | το | ανασφαλές |
κλητική | ανασφαλή(ς) | ανασφαλής | ανασφαλές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανασφαλείς | οι | ανασφαλείς | τα | ανασφαλή |
γενική | των | ανασφαλών | των | ανασφαλών | των | ανασφαλών |
αιτιατική | τους | ανασφαλείς | τις | ανασφαλείς | τα | ανασφαλή |
κλητική | ανασφαλείς | ανασφαλείς | ανασφαλή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού Γενική ενικού, αρσενικό: και του ανασφαλή (δημοτική) | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανασφαλής < (λόγιο) (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνασφαλής (αβέβαιος). Συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + ασφάλεια, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική insecure [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.sfaˈlis/
Επίθετο
επεξεργασίαανασφαλής, -ής, -ές
- που δεν έχει σιγουριά, αισθάνεται εύκολα απειλή ή και φόβο (για άνθρωπο)
- Είναι ανασφαλής και δεν διεκδικεί ποτέ αύξηση ή έστω λίγες μέρες αδείας παραπάνω, αφού σκοτώνεται στη δουλειά
- που δεν εμπνέει τη σιγουριά και ίσως είναι επικίνδυνο, που δεν είναι απόλυτα ασφαλές
- που προκαλεί μια ενέργεια ή ένα συναίσθημα από ανασφάλεια
- η ανασφαλής προσκόλληση του βρέφους στη μητέρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανασφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας