κατοχυρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατοχυρωτικός < κατοχυρώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
κατοχυρωτικός
- που έχει σχέση με κατοχύρωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κατοχυρώνω και οχυρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατοχυρωτικός
|