κατοχύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατοχύρωση | οι | κατοχυρώσεις |
γενική | της | κατοχύρωσης* | των | κατοχυρώσεων |
αιτιατική | την | κατοχύρωση | τις | κατοχυρώσεις |
κλητική | κατοχύρωση | κατοχυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατοχυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατοχύρωση < κατοχυρώνω + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.toˈçi.ɾo.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατοχύρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατοχυρώνω, η εξασφάλιση ότι κάτι (πράγμα, δικαίωμα κ.λπ.) μού ανήκει και δεν κινδυνεύω να το χάσω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κατοχυρώνω, οχυρώνω και οχυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατοχύρωση