↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατοχύρωση οι κατοχυρώσεις
      γενική της κατοχύρωσης* των κατοχυρώσεων
    αιτιατική την κατοχύρωση τις κατοχυρώσεις
     κλητική κατοχύρωση κατοχυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατοχυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατοχύρωση < κατοχυρώνω + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.toˈçi.ɾo.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατοχύρωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία