consolidate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | consolidate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consolidates |
αόριστος | consolidated |
παθητική μετοχή | consolidated |
ενεργητική μετοχή | consolidating |
Ρήμα
επεξεργασίαconsolidate (en)
ενεστώτας | consolidate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consolidates |
αόριστος | consolidated |
παθητική μετοχή | consolidated |
ενεργητική μετοχή | consolidating |
consolidate (en)