Δείτε επίσης: ἑνοποιῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑνοποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἑνοποιέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.no.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νο‐ποι‐ώ

ενοποιώ, αόρ.: ενοποίησα, παθ.φωνή: ενοποιούμαι, π.αόρ.: ενοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ενοποιημένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία