ενοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενοποιητικός < μεσαιωνική ελληνική ενοποιητικός < αρχαία ελληνική ἑνοποιέω / ἑνοποιῶ
Επίθετο
επεξεργασίαενοποιητικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ενοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενοποιητικός