ενοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενοποίηση | οι | ενοποιήσεις |
γενική | της | ενοποίησης* | των | ενοποιήσεων |
αιτιατική | την | ενοποίηση | τις | ενοποιήσεις |
κλητική | ενοποίηση | ενοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενοποίηση