ενοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοποιώ
- θα ενοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενοποίηση