Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενοποιημέν
ος
η
ενοποιημέν
η
το
ενοποιημέν
ο
γενική
του
ενοποιημέν
ου
της
ενοποιημέν
ης
του
ενοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
ενοποιημέν
ο
την
ενοποιημέν
η
το
ενοποιημέν
ο
κλητική
ενοποιημέν
ε
ενοποιημέν
η
ενοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενοποιημέν
οι
οι
ενοποιημέν
ες
τα
ενοποιημέν
α
γενική
των
ενοποιημέν
ων
των
ενοποιημέν
ων
των
ενοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
ενοποιημέν
ους
τις
ενοποιημέν
ες
τα
ενοποιημέν
α
κλητική
ενοποιημέν
οι
ενοποιημέν
ες
ενοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενοποιημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ενοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
ενοποιημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ενοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενοποιημένος
γαλλικά
:
unifié
(fr)