Ετυμολογία

επεξεργασία
integrate < λατινική integratus < integro < integer

integrate (en)

  1. εντάσσω
  2. ενσωματώνω
  3. ενώνω
  4. συγχωνεύω
  5. (μαθηματικά) ολοκληρώνω
  6. (πληροφορική) συνενώνω / αλληλοσυνδέω σε λειτουργικό σύστημα-όλον-σύνολο