integrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- integrate < λατινική integratus < integro < integer
Ρήμα
επεξεργασία
integrate (en)
- εντάσσω
- ενσωματώνω
- ενώνω
- συγχωνεύω
- (μαθηματικά) ολοκληρώνω
- (πληροφορική) συνενώνω / αλληλοσυνδέω σε λειτουργικό σύστημα-όλον-σύνολο