Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ενοποιούμαι

  • γίνομαι ενιαίος
    ενοποιούνται υπηρεσίες, χώροι, κλάδοι, τομείς

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία