Ετυμολογία

επεξεργασία
ενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοποιώ

ενοποιούμαι

  • γίνομαι ενιαίος
    ενοποιούνται υπηρεσίες, χώροι, κλάδοι, τομείς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία