κυρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυρωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακυρωτικός
- που κυρώνει, επικυρώνει
- που επιβάλλει κυρώσεις
- ευθύνη πρέπει να φέρουν οι πιστωτές (ιδιώτες ή δημοσίου), οι οποίοι πρέπει να πληρώνουν για τα επιχειρηματικά τους σφάλματα και όχι να καταργούν τους κυρωτικούς μηχανισμούς των αγορών
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυρωτικός
|