Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυρωτικός η κυρωτική το κυρωτικό
      γενική του κυρωτικού της κυρωτικής του κυρωτικού
    αιτιατική τον κυρωτικό την κυρωτική το κυρωτικό
     κλητική κυρωτικέ κυρωτική κυρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυρωτικοί οι κυρωτικές τα κυρωτικά
      γενική των κυρωτικών των κυρωτικών των κυρωτικών
    αιτιατική τους κυρωτικούς τις κυρωτικές τα κυρωτικά
     κλητική κυρωτικοί κυρωτικές κυρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυρωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κυρωτικός

  1. που κυρώνει, επικυρώνει
  2. που επιβάλλει κυρώσεις
    ευθύνη πρέπει να φέρουν οι πιστωτές (ιδιώτες ή δημοσίου), οι οποίοι πρέπει να πληρώνουν για τα επιχειρηματικά τους σφάλματα και όχι να καταργούν τους κυρωτικούς μηχανισμούς των αγορών

  Μεταφράσεις επεξεργασία