Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκυρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εγκυρότητ
α
οι
εγκυρότητ
ες
γενική
της
εγκυρότητ
ας
των
εγκυροτήτ
ων
αιτιατική
την
εγκυρότητ
α
τις
εγκυρότητ
ες
κλητική
εγκυρότητ
α
εγκυρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκυρότητα
< (
καθαρεύουσα
)
εγκυρότης
<
έγκυρος
+
-ότης
/
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγκυρότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
έγκυρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκυρότητα
αγγλικά
:
validity
(en)
γαλλικά
:
validité
(fr)
,
sérieux
(fr)
(
χρησιμοποιημένο ως ουσιαστικό
)
ιταλικά
:
validità
(it)