Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.lɔ.ɡa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homologation homologations

homologation (fr) θηλυκό