ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακήρυξῐς αἱ διακηρύξεις
      γενική τῆς διακηρύξεως τῶν διακηρύξεων
      δοτική τῇ διακηρύξει ταῖς διακηρύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διακήρυξῐν τὰς διακηρύξεις
     κλητική ! διακήρυξῐ διακηρύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακηρύξει
γεν-δοτ τοῖν  διακηρυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακήρυξις < διακηρύσσω / διακηρύττω, διακηρυκ- + -σις > -ξις. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + αρχαία ελληνική κήρυξις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακήρυξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία