Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κηρῡκ-
ονομαστική κῆρυξ οἱ κήρυκες
      γενική τοῦ κήρυκος τῶν κηρύκων
      δοτική τῷ κήρυκ τοῖς κήρυξ(ν)
    αιτιατική τὸν κήρυκ τοὺς κήρυκᾰς
     κλητική ! κῆρυξ κήρυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κήρυκε
γεν-δοτ τοῖν  κηρύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κῆρυξ < αβέβαιης ετυμολογίας, ρίζα ίσως κοινή με τις λέξεις ἕταρος, ἑταῖρος και πιθανόν με το ἔθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κῆρυξ αρσενικό (δωρικός τύπος : κᾶρυξ, απαντά και θηλυκό κηρύκαινα)

  1. δημόσιος αγγελιοφόρος
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 8.2
    αὐτὸς κῆρυξ ἦλθον ἀφ᾽ ἱμερτῆς Σαλαμῖνος,
    Ήρθα με δική μου πρωτοβουλία ως κήρυκας από την αγαπημένη Σαλαμίνα,
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
  2. διαλαλητής, κράχτης

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κηρυκ- 

  Πηγές επεξεργασία