ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στρατοκηρῡκ-
ονομαστική στρατοκῆρυξ οἱ στρατοκήρυκες
      γενική τοῦ στρατοκήρυκος τῶν στρατοκηρύκων
      δοτική τῷ στρατοκήρυκ τοῖς στρατοκήρυξ(ν)
    αιτιατική τὸν στρατοκήρυκ τοὺς στρατοκήρυκᾰς
     κλητική ! στρατοκῆρυξ στρατοκήρυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατοκήρυκε
γεν-δοτ τοῖν  στρατοκηρύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατοκῆρυξ < στρατο- + -κῆρυξ

Ουσιαστικό

επεξεργασία