ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στρατοκηρῡκ-
ονομαστική στρατοκῆρυξ οἱ στρατοκήρυκες
      γενική τοῦ στρατοκήρυκος τῶν στρατοκηρύκων
      δοτική τῷ στρατοκήρυκ τοῖς στρατοκήρυξ(ν)
    αιτιατική τὸν στρατοκήρυκ τοὺς στρατοκήρυκᾰς
     κλητική ! στρατοκῆρυξ στρατοκήρυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατοκήρυκε
γεν-δοτ τοῖν  στρατοκηρύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατοκῆρυξ < στρατο- + -κῆρυξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατοκῆρυξ, -ῡκος αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) αγγελιοφόρος του στρατού ή του στρατοπέδου
  2. (ελληνιστική κοινή) ένας από τους πέντε εκτάκτους (ἔκτακτος), δηλαδή τους αποσπασμένους σε ειδική υπηρεσία, που ήταν προσκολλημένος σε μία τάξη (τάξις) ή σε ένα σύνταγμα (σύνταγμα) στρατιωτών ή σε μία εκατονταρχία (ἑκατονταρχία)

Συγγενικά

επεξεργασία