ἔκτακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔκτακτος | τὸ | ἔκτακτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐκτάκτου | τοῦ | ἐκτάκτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐκτάκτῳ | τῷ | ἐκτάκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔκτακτον | τὸ | ἔκτακτον | ||
κλητική ὦ! | ἔκτακτε | ἔκτακτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔκτακτοι | τὰ | ἔκτακτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐκτάκτων | τῶν | ἐκτάκτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐκτάκτοις | τοῖς | ἐκτάκτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐκτάκτους | τὰ | ἔκτακτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔκτακτοι | ἔκτακτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκτάκτω | τὼ | ἐκτάκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκτάκτοιν | τοῖν | ἐκτάκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἔκτακτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (στρατιωτικός όρος) (για στρατιώτες) αποσπασμένος σε ειδική υπηρεσία
Παράγωγα
επεξεργασία- ἐκτάκτως (επίρρημα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έκτακτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἔκτακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.