ἱεροκηρυκεύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἱεροκηρυκεύω
- (ελληνιστική κοινή)
- είμαι ἱεροκῆρυξ
- εκτελώ χρέη ιεροκήρυκα
- → δείτε ἱεροκηρυκέω
Πηγές επεξεργασία
- ἱεροκηρυκεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.