↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἱεροκηρῡκ-
ονομαστική ἱεροκῆρυξ οἱ ἱεροκήρυκες
      γενική τοῦ ἱεροκήρυκος τῶν ἱεροκηρύκων
      δοτική τῷ ἱεροκήρυκ τοῖς ἱεροκήρυξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱεροκήρυκ τοὺς ἱεροκήρυκᾰς
     κλητική ! ἱεροκῆρυξ ἱεροκήρυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱεροκήρυκε
γεν-δοτ τοῖν  ἱεροκηρύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱεροκῆρυξ < ἱερο- + κῆρυξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱεροκῆρυξ αρσενικό

  1. ο κήρυκας των ιερών τελετών
  2. (ελληνιστική σημασία) αυτός που κηρύττει τον θείο λόγο