πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κήρυγμα τα κηρύγματα
      γενική του κηρύγματος των κηρυγμάτων
    αιτιατική το κήρυγμα τα κηρύγματα
     κλητική κήρυγμα κηρύγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κήρυγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κήρυγμα (αρχαία σημασία: δημόσια αγγελία)
για την επιρροή απόψεων < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική appel [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κήρυγμα ουδέτερο

  1. ομιλία που εκφωνείται από ιερέα ή ιεροκήρυκα στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας
  2. ηθικοδιδακτικός λόγος που περιέχει παραινέσεις, συμβουλές
  3. απόψεις που επιδιώκουν να επηρεάσουν το ευρύ κοινό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία