κήρυγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κήρυγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κήρυγμα (αρχαία σημασία: δημόσια αγγελία)
- για την επιρροή απόψεων < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική appel [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.ɾiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κή‐ρυγ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακήρυγμα ουδέτερο
- ομιλία που εκφωνείται από ιερέα ή ιεροκήρυκα στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας
- ηθικοδιδακτικός λόγος που περιέχει παραινέσεις, συμβουλές
- απόψεις που επιδιώκουν να επηρεάσουν το ευρύ κοινό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κήρυγμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κήρυγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας