ηθικοδιδακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηθικοδιδακτικός < ηθική + -ο- + διδακτικός (< διδάσκω)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαηθικοδιδακτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηθικοδιδακτικός
|
ηθικοδιδακτικός, -ή, -ό
|