Δείτε επίσης: διδαχτικός, διδακτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδακτικός η διδακτική το διδακτικό
      γενική του διδακτικού της διδακτικής του διδακτικού
    αιτιατική τον διδακτικό τη διδακτική το διδακτικό
     κλητική διδακτικέ διδακτική διδακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδακτικοί οι διδακτικές τα διδακτικά
      γενική των διδακτικών των διδακτικών των διδακτικών
    αιτιατική τους διδακτικούς τις διδακτικές τα διδακτικά
     κλητική διδακτικοί διδακτικές διδακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διδακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διδακτικός (ικανός να διδάσκει) < διδάσκω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enseignant [1]
ΔΦΑ : /ði.ða.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐δα‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

διδακτικός

  1. που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στη διδασκαλία
    ⮡  διδακτικό βιβλίο
  2. που περιέχει ένα δίδαγμα
    ⮡  ένα πολύ διδακτικό πάθημα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διδάσκω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διδακτικός διδακτική τὸ διδακτικόν
      γενική τοῦ διδακτικοῦ τῆς διδακτικῆς τοῦ διδακτικοῦ
      δοτική τῷ διδακτικ τῇ διδακτικ τῷ διδακτικ
    αιτιατική τὸν διδακτικόν τὴν διδακτικήν τὸ διδακτικόν
     κλητική ! διδακτικέ διδακτική διδακτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διδακτικοί αἱ διδακτικαί τὰ διδακτικᾰ́
      γενική τῶν διδακτικῶν τῶν διδακτικῶν τῶν διδακτικῶν
      δοτική τοῖς διδακτικοῖς ταῖς διδακτικαῖς τοῖς διδακτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διδακτικούς τὰς διδακτικᾱ́ς τὰ διδακτικᾰ́
     κλητική ! διδακτικοί διδακτικαί διδακτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διδακτικώ τὼ διδακτικᾱ́ τὼ διδακτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διδακτικοῖν τοῖν διδακτικαῖν τοῖν διδακτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα