αλληλοδιδακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοδιδακτικός < αλληλο- + διδακτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.lo.ði.ða.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐δι‐δα‐κτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααλληλοδιδακτικός, -ή, -ό
- (εκπαίδευση) που δηλώνει ότι ο διδασκόμενος γίνεται διδάσκων σε άλλους διδασκόμενους
- ⮡ Στα χρόνια του Καποδίστρια, τα περισσότερα σχολεία ήταν αλληλοδιδακτικά, δηλαδή οι καλύτεροι και μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους μικρότερους.
- (ουσιαστικοποιημένο) αλληλοδιδακτικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοδιδακτικός